Filed under: Uncategorized

Όταν ήμουν παιδί, ο παππούς μου στο χωριό, ένας εξηντάρης, ψηλός, ξερακιανός αγρότης από ένα κεφαλοχώρι της Αιτωλοακαρνανίας κάτω από τη μεγίστη λίμνη Τριχωνίδα, είχε όλο κι όλο για όχημα έναν γάιδαρο. Τον Μήτσο. Τιμόνι δεν είχε πιάσει στα χέρια του – με τον Μήτσο κατέβαινε κάθε πρωί κι απόγευμα στον κάμπο να ποτίσει τα ζώα και τα χωράφια κι επέστρεφε πίσω στο σπίτι, στην πλαγιά του βουνού.
Η εμπειρία της βόλτας με γάιδαρο, για μένα, το παιδί της πόλης (σικ), που ήμουν μαθημένη σε αυτοκίνητα και λεωφορεία, φάνταζε εξωτική: Τα καλοκαίρια που πηγαίναμε στο χωριό, καθόμουν κάθε απόγευμα στην αυλή και περίμενα να φανεί στη γωνία ο παππούς καβάλα στον όνο του και μόλις ξεπρόβαλλε, έτρεχα μες στο δρόμο, κι εκείνος περιχαρής, με ένα χαμόγελο που ακόμα θυμάμαι να αγγίζει κυριολεκτικά ως και τα αυτιά του, καμπυλώνοντας θαρρείς ανάποδα το μακρύ, λευκό του μουστάκι, έπιανε τα γκέμια να σταματήσει το ζωντανό, και μ’ ανέβαζε στη σέλα ομπρός του. Διασχίζαμε τότε μαζί, καβάλα στο γάιδαρο, τα λιγοστά μέτρα που απέμεναν μέχρι το χωράφι πάνω απ’ το σπίτι, όπου έδενε τα βράδια ο Μήτσος, τριγυρισμένος από δεκάδες δεμάτια σανό.
Ο παππούς ήταν φτιαγμένος από ένα σπάνιο σήμερα υλικό, ένα αγόρι που ορφάνεψε μικρό, που ο πατριός του επιχείρησε να το σκοτώσει κι η μάνα μετά το εγκατέλειψε για έναν άλλο πατριό’ ο τυπικός άνθρωπος που «γνώρισε τους ανθρώπους και αγάπησε τα ζώα». Τα ζώα στα χέρια του δεν ήταν απλώς μια επένδυση που ταΐζεις για μήνες για να καλοσφάξεις και μοσχοπουλήσεις κάποτε, αλλά ψυχές με συναισθήματα, τα αγαπούσε με τη δύναμη που ο γεωργός πονά τη γη και τα δεντρά του, και πράγματι, τα ζώα στο χωριό όσο ζούσε ο παππούς καλοπερνούσαν κι αφθονούσαν. Άμα πέθανε -και λέγεται πως, το πρώτο εγκεφαλικό τον έπιασε μια μέρα που κατέβηκε με χαλάζι στον κάμπο να ταΐσει τα ζωντανά- στέρεψαν και τα ζώα στο χωριό, ερήμωσε η γειτονιά και πρωτίστως εκείνος ο περιστερώνας στην αποθήκη απέναντι απ’ το σπίτι, απ’ όπου κάθε τόσο ξεπρόβαλλαν λευκά περιστέρια για να περπατήσουν στην αυλή, προτού επιστρέψουν στη φωλιά τους.
Τον Μήτσο μόλις πέθανε ο παππούς τον πούλησαν. Και λίγο καιρό μετά, πέθανε κι αυτός. Απ’ το μαράζι του είπαν. Σαν σύμβολο αιώνιο μιας φιλίας ανθρώπου-ζώου που πια ξεφτίζει προς τη δύση της.
Μια ιστορία για ένα τραγούδι [ναι, κατά κει το πάω το πράμα] :
Τα μπισκοτάκια στο youtube μου έβγαλαν ένα κομμάτι που γράφτηκε το 1993 για τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο και δεν μπορώ παρά να πατήσω play και να το απολαύσω.
Διαβάζω και σχόλια πια, από περιέργεια να δω μην τυχόν ο κόσμος έχει την ίδια ανάμνηση με μένα: «Μια άλλη εποχή», λένε, «που δεν θα ξανάρθει (σ.σ.: 90s)». Συνέχεια
Μια ιστορία για ένα τραγούδι ακόμα:
Ανεβάζει χθες η Θεά: ««Τι λείπει»; Τα live με τον ηλεκτρισμό τους, με αυτό το αξεπέραστο συναίσθημα που βιώνουμε μαζί. Καλοκαίρι χωρίς live γίνεται; Δε γίνεται!» . Και το βάζω να το ακούσω ξανά και ξανά. Όπως τότε:
Είμαι 18. Απρίλης του ’03. Εφταήμερη γ’ λυκείου στην Κύπρο. Μέναμε Λεμεσό, στην «τουριστική», μια περιοχή στις άκρες της πόλης γεμάτη ξενοδοχεία σε μήκος αρκετών χιλιομέτρων. Πάνω στο κύμα’ τριγύρω όλα τα μαγαζιά τουριστικά. Σε ένα από αυτά, είχα βρει σε αντιγραφή το cd με το soundtrack του Μπραζιλέρο από τον Πορτοκάλογλου.
[Χιντ 1: Για κάποιον άγνωστο λόγο, οι αντιγραφές στην Κύπρο πουλούσαν πολύ. Το μακρινό 1990 η αδερφή μου είχε επιστρέψει από διακοπές στο νησί με αντεγραμμένες κασέτες Kylie Minogue και Milly Vanilly (wtf!) στη βαλίτσα της.]
Παίρνω το Μπραζιλέρο για τη «θάλασσα την σκοτεινή», αλλά καταλήγω να κολλάω με το «Τι λείπει», track 4.
Εκείνες τις μέρες, είχε συμβει το φριχτό τροχαίο των Τεμπών με τους 21 νεκρούς μαθητές και παρότι ήμασταν μακριά, μας είχε ρίξει τη διάθεση πολύ. Ο στίχος «και η καρδιά μου κλαίει» κάτι έλεγε μέσα μου.
Έκτοτε, έχω συνδέσει το κομμάτι με τη στιγμή εκείνη, αν και, αμαρτία εξομολογημένη, με ανεβάζει πολύ όταν το ακούω. Σαν να μου θυμίζει πως είμαι ζωντανή μετά από τόσες εκδρομές και χιλιόμετρα και χαζομάρες στους δρόμους.
(Στην ίδια εκδρομή, το βράδυ του τροχαίου, σε καραόκε στο ξενοδοχείο, ένας κιθαρίστας συμμαθητής είχε παίξει το «knocking on heaven’s door». Άλλο στοιχειωμένο έκτοτε).
Χιντ 2 και καταληκτικό: Μεσοβδόμαδα της εκδρομής πάμε Λευκωσία. Στις παρυφές της νεκρής ζώνης ,το σκάω από το μπουλούκι και χώνομαι να βρω κανένα πέρασμα στα κατεχόμενα. Ήταν ακόμη κλειστά τα οδοφράγματα. Δεν βρήκα. Μια βδομάδα ακριβώς μετά, ο Ντεκτάς σε μια αιφνιδιαστική απόφαση, άνοιξε το οδόφραγμα σε εκείνο ακριβώς το σημείο και χιλιάδες κόσμου μετά από 30 χρόνια περνά από τη μια πλευρά στην άλλη. Σκύλιασα…
– Πού πάνε οι χαρταετοί όταν μας φύγουν;
– Στον ουρανό, αγάπη μου. Συνέχεια
Γεννήθηκα σαν σήμερα, τ’ Άη Φιλίππου, το ’48. Μες στα κρύα και τ’ς ελιές. Και τον Εμφύλιο. Είχα μεγάλο κεφάλι κι η Μάνα ζορίστηκε να με γεννήσει. Η δεύτερη γέννα, ο πρώτος σερνικός. Ο Πατέρας πολεμούσε στο Γράμμο. Η Μάνα τον ειδοποίησε – «κάναμε το Παιδί». Ο λοχαγός τού ‘γραψε άδεια, τού ‘μπηξε τσιγάρα κι ένα κατοστάρικο στο αμπέχονο και τον έστειλε σπίτι, «πήγαινε να δεις τον Φαντάρο», του ‘πε, «πήγαινε να δεις τον Φαντάρο».
Ο μπαμπάς μου ήταν μια ζεστή παλάμη που μύριζε πάντα υγρασία και καπνό. Έχωνα τα δαχτυλάκια μου μέσα στα γιγάντια δικά του -που πριν να γεννηθώ κρατούσαν για χρόνια στιβαρά τα τιμόνια σε μεγάλα καράβια που κάναν τον γύρο της γης- για να ζεσταθώ και ένιωθα ασφάλεια. Και αγάπη.
Πάνε χρόνια πια να αγγίξουνε καπνό εκείνα τα χέρια και πλέον και τα δικά μου δάχτυλα μεγάλωσαν τόσο που, ίσως στο μέτρημα να ξεπερνούν κατά τι τα δικά του.
Αλλά σήμερα που όλοι τιμούν τους πατεράδες τους, πάω πίσω σε κείνη την ανάμνηση. Και την άλλη, τότε στο νοσοκομείο που άλλαζε τη βάρδια της μαμάς και με κατέβαζε στο κυλικείο, για να μπορεί να καπνίσει στην ουσία, αλλά κέρδιζα κι εγώ το κατιτίς μου: πότε ένα playmobil, πότε ένα Λούκι Λουκ.
Σήμερα δεν είναι πια τόσο μπαμπάς, όσο παππούς, που φλυαρεί στο τηλέφωνο και ρωτά κάθε πρωί τι ώρα ξύπνησαν και αν έφαγαν πρωινό οι εγγονοί του. Και που κάτι βράδια στις κουβέντες μας ή κάτι μέρες στον αποχαιρετισμό στο αεροδρόμιο, χαμηλώνει την -υπέροχη, βαριά- φωνή του για να συγκρατήσει μετά βίας τον λυγμό.
Καθόμασταν όλοι μαζί στο μεγάλο οικογενειακό τραπέζι και, επηρεασμένοι οι τρεις μας από τη Μικρά Αγγλία, ανακρίναμε τον καπετάνιο, έλα πες μας, μήπως έχεις κι εσύ καμιά δεύτερη οικογένεια στη Λατινική Αμερική με τα ονόματά μας;
Κι εκείνος χαμογελούσε σιωπηλός, μ’ ένα διάπλατο σαρδόνιο χαμόγελο, σαν εκείνα που μας χάριζε αφειδώλευτα η μακαρίτισσα η μάνα του. Μυστήριο καράβι η κυρά Μιμή, σφιχτή πάντα σε συναισθήματα και γλυκά λόγια, δεν θυμάμαι ποτέ μήτε να μας χάιδεψε μήτε να μας παίνεψε, παρά το καμάρι για τα βλαστάρια της.
«Στη Νότια Αμερική δεν νομίζω, δεν έκανε πολλά ταξίδια εκεί. Στη Βόρεια όμως μπορεί, εκεί να ψάξουμε για κανένα αδερφάκι, μην ξεχνάς τη Λόλα», είπα εγώ, κι ο Κ. αναρωτήθηκε ποια είναι η Λόλα. «Η Αμερικάνα που έφτιαξε το παζλ με το λιοντάρι που είχες πάντα στο δωμάτιο σου«, του αποκρίθηκα με βεβαιότητα. το όνομα της το άκουγα κάπου κάπου σε περιπαικτικές συζητήσεις μα νόμιζα ήταν υπερβολές του καπετάνιου, μέχρι που δέκα- δεκαπέντε χρόνια πριν ανακάλυψα κάτι τηλεγραφήματα της στο πατάρι κι η ιδέα ότι έχω αδερφάκι στην Αμερική ξαναζωντάνεψε. «Σου στέλνω αγάπη και φιλιά. Λόλα«, του ‘γραφε το 1976 από τη Νέα Ορλεάνη.
Κι εκείνος συνέχισε να χαμογελά πονηρά, αυτάρεσκα, σαδιστικά σχεδόν, με ένα βλέμμα που ήθελε να κρύψει πολλά, ώσπου κάποια στιγμή που οι άλλοι δεν πρόσεχαν, έσκυψε στο αυτί μου και ψιθύρισε: «Όταν γεννήθηκε αυτή», είπε, κι έδειξε διακριτικά την κόρη του την πρωτότοκη, «ο παππούς (που ως τότε έβλεπε τα παιδιά του να γεννοβολούν κι ο ίδιος να μην αποκτά συνονόματο απόγονο) μου είπε: ‘Το Χριστό σ’, τους γιους τ’ς έκανες με τις πουτάνες».
Ποτέ δεν νοσταλγώ εποχές. Μάλλον μου περισσεύει εγωισμός για να παραδεχτώ πως ο χρόνος δεν φέρνει πάντα τη βελτίωση και πως κάπου, κάποτε, κάτι έκανα λάθος και το πράμα ίσως στράβωσε.
Μα χθες, ακούγοντας αυτό το τραγούδι του 1988 Συνέχεια
Filed under: Uncategorized